- πρεσβείαι
- πρεσβείᾱͅ , πρέσβειαfem dat sg (attic doric aeolic)πρεσβείᾱͅ , πρεσβείαagefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρεσβεῖαι — πρεσβεία age fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβεῖ' — πρεσβεῖαι , πρεσβεία age fem nom/voc pl πρεσβεῖα , πρεσβεῖον gift of honour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλιος — α, ο / φίλιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φίλος] φιλικός (α. «φίλια στρατιωτικά τμήματα» β. «ὥστε καὶ ταῡτα φίλια τοῑς συμμάχοις ὑπάρχειν», Ξεν. γ. «φιλία τριήρης», Θουκ.) αρχ. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ.) αγαπητός·2. προσφώνηση τού Ερμού, τού… … Dictionary of Greek